Σημ. :...Μήπως, αν δεν έμπαινε στη μέση το λεγόμενον “αίσθημα” και η λεγομένη “ηθική”, θα ημπορούσε τότε μόνον να είναι ο έρως τέλειος και απλός και εύκολος, επ’ άπειρον πανήδονος και απολύτως παντοδύναμος – όλο χαρά (μόνο χαρά), όλο γλύκα (μόνο γλύκα), χωρίς απαγορεύσεις, στερήσεις, πικρίες, διάφορα “μούπες – σούπα” και άλλα αηδή και ακατανόητα, όπως η αποκλειστικότης, η εντός του γάμου αγνότης και όλη η σχετική με αυτόν απέραντη όσον και ματαία ηθικολογία και φιλολογία;
Θυμάμαι εκείνη τη γωνιά της αυλής στο πατρικό σπίτι,
εγώ μόνος, καθισμένος στο πρώτο σκαλοπάτι της μαρμάρινης σκάλας. Η τέντα απλωμένη,
βυθίζοντας το περιβάλλον σ' ένα δροσερό μούχρωμα, και πάνω στο πανί, απ' όπου
φιλτραριζόταν κοσκινισμένο το μεσημεριανό φως, ένα αστέρι πρόβαλλε τις έξι του ακτίνες από
κόκκινη τσόχα. Ανέβαιναν μέχρι τα ανοιχτά μπαλκόνια από το κενό της αυλής τα πλατιά φύλλα
από τις λατάνιες, μ' ένα χρώμα πράσινο βαθύ και στιλπνό, και κάτω, γύρω από το συντριβάνι, ήταν συγκεντρωμένες οι ανθισμένες τούφες από πικροδάφνες και αζαλέες. Ηχούσε το νερό πέφτοντας μονότονα, νανουριστικό, κι εκεί στο βάθος του νερού, άλικα ψάρια κολυμπούσαν με ανήσυχες κινήσεις, σπινθηρίζοντας τα λέπια τους με μιαν αστραπή χρυσού. Διάχυτη στο περιβάλλον μια χαύνωση, που αργά-αργά πλημμύριζε το κορμί μου.
Εκεί, στην απόλυτη θερινή σιγή, υπογραμμισμένη από τον ψίθυρο του νερού, με τα μάτια ανοιχτά σε ένα διαυγές μούχρωμα που λάμπρυνε τη μυστηριώδη ζωή των πραγμάτων, είδα τις ώρες να μένουν ακίνητες, αιωρούμενες στον αέρα, σαν σύννεφο που κρύβει έναν θεό, αγνές και αέρινες, χωρίς να περνούν.