Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Οι σάλπιγγες αναγγέλλουν κρεμάλες....




"Οι σάλπιγγες αναγγέλλουν κρεμάλες,

 κι ασήμαντα ανθρωπάκια εξαγγέλλουν

 όσα δεν θα μπορέσουν να κάνουν ποτέ"
      Τσαρλς Μπουκόφσκι 

"Ένα ποίημα είναι μια πόλη, ένα ποίημα είναι ένα έθνος, / Ένα ποίημα είναι ο κόσμος...". Γι' αυτό λοιπόν που είναι το ποίημα και επειδή όλοι μας θέλουμε, δεν θέλουμε είμαστε μέσα στην πόλη, είμαστε μέσα στο έθνος, είμαστε μέσα στον κόσμο ομοουσίως, άρα είμαστε η ύλη του ποιήματος ακόμη κι όταν όζει τυμπανιαίο εντός μας επειδή το θανατώνουμε, επειδή αυτό είναι η κόλαση απ' όπου έρχεται λυσσασμένη από πείνα και δίψα η αγάπη, γι' αυτό ξαναδιαβάζω τους τελευταίους στίχους του: "Οι σάλπιγγες αναγγέλλουν κρεμάλες. / κι ασήμαντα ανθρωπάκια εξαγγέλλουν / όσα δεν θα μπορέσουν να κάνουν ποτέ".
Αυτό είναι το τρομακτικό με τα ποιήματα: ότι έρχεται πάντοτε η ώρα και η στιγμή που επαληθεύονται. Γιατί το ποίημα είναι η ίδια η πόλη στην πιο ακριβή της στιγμή όπου αστράφτει το λεπίδι της αλήθειας και της ένθεης όρασης. Είναι -το ποίημα- η στιγμή που η πόλη αντιλαμβάνεται τον σπαραγμό της και τον λέει. Είναι η στιγμή που ένα έθνος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως κόσμο που διαρκώς ποιείται και διαρκώς πληγώνεται.
Δεν έχει σημασία το πώς συντελείται η διαδικασία του ποιήματος ή το ποιους δρόμους και ποιες διόδους χρησιμοποιεί. Σημασία έχει ότι πάντοτε έρχεται η στιγμή όπου το ποίημα γίνεται ένυλο αφού η πραγματικότητά του είναι το ακριβώς, απολύτως ακριβώς της πραγματικότητας που ζούμε. Ας ρίξουμε μια ματιά γύρω μας. Ας κολυμπήσουμε σε όλους τους ωκεανούς από μελάνι, ας ριγίσουμε μέσα σε όλους τους εφιάλτες, ας γίνουμε εχθροί με όποιον κατοικεί στην πόλη και στο έθνος και στον κόσμο, ας αναρριχηθούμε σε όλα τα παγόβουνα των πάσης φύσεως "Τιτανικών", ας ακούσουμε όλες τις πολεμικές σειρήνες και όλες τις καμπάνες των κινδύνων, ας υποταχθούμε. Τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει το γεγονός που λιώνει όλα τα μέταλλα των συμπερασμάτων και τα ρίχνει μέσα σε καλούπια άχρηστων σκευών προορισμένων να χρησιμοποιηθούν σε μια άχρηστη ζωή. Τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει το γεγονός του τρόμου: "Οι σάλπιγγες αναγγέλλουν κρεμάλες, / κι ασήμαντα ανθρωπάκια εξαγγέλλουν / όσα δεν θα μπορέσουν να κάνουν ποτέ".

Έναν - έναν τους βλέπουμε να περιφέρονται σπουδαιοφανείς και ακατάληπτοι. Γελοίοι όπως οι παλαίμαχοι ποδοσφαιριστές που αναλύουν τους ποδοσφαιρικούς αγώνες του ελληνικού πρωταθλήματος με ύφος τόσο σοβαρό λες και αναλύουν την ευεργετική επίδραση των υδατοπτώσεων στις ανανεούμενες πηγές ενέργειας. Και μάλιστα τόσο φανερά γελοίοι ώστε να αναλύουν ως εκπρόσωποι ομάδων των ίδιων τριών ομάδων. Και μάλιστα τόσο επικίνδυνα γελοίοι ώστε η πόλη να μην αναρωτιέται για το ποιος πληρώνει τη γελοιότητα. Διότι τους γελοίους τους πληρώνει, η πόλη, πληρώνοντας ακριβώς το αντίτιμο της δικιάς της έκπτωσης με τη γελοιότητα της αδιαμαρτύρητης χειραγώγησης και υποταγής. Έναν - έναν τους βλέπουμε τους σαλπιγγιτές του τρόμου:
Από τον φαιότερο των υπουργών μέχρι τους φαιότερους των τηλεπαρουσιαστών. Από τους φασίστες υπό την λεοντή της δημοκρατίας μέχρι τους φασίστες της εκκλησιαζόμενης αγάπης. Από τους χυδαίους των τραγουδιών, μέχρι τους χυδαίους που εμπορεύονται αυτά τα τραγούδια. Από τους φαιούς (μέχρι βαθμού γελοίων υποκειμένων) τραπεζίτες μέχρι τους δρεπανηφόρους χρηματιστηριακούς παράγοντες. Βλέπουμε τον τρόμο της ασημαντότητας που όμως είναι η κορυφή ενός τεράστιου παγόβουνου καμωμένου από εκατομμύρια τόνους ασήμαντων πράξεων, ασήμαντων σκέψεων, προσχηματικών ερώτων ταπεινότατων επιδιώξεων, αδίστακτων μέσων, χυδαίας προθυμίας σε κάθε συναλλαγή και τεράστιας επιθυμίας να είσαι εσύ αυτός που κρατάει τη σάλπιγγα.
Όχι δηλαδή απλώς οικειοθελώς και αυτοβούλως, αλλά διαγκωνιζόμενος άγρια προκειμένου να γίνεις ασήμαντος μέχρι τη στιγμή που θα αντιληφθείς ότι σπατάλησες πόρους και αίμα ανεπανάληπτο ώστε άλλοι να γίνουν πιο αδίστακτα ασήμαντο από σένα. Ο Τρισέ ας πούμε είναι ένα τίποτα. Ο Γκούνκερ επίσης. Το ίδιο και οι περίφημες "αγορές". Όλη αυτή η άνω αγριότητα του λούμπεν πλούτου που στην ουσία της δεν είναι τίποτε άλλο παρά η άλλη όψη της κάτω αγριότητας που προκαλεί η λούμπεν φτώχεια. Η ανείπωτη φρίκη του τίποτα που αναπαράγει το τίποτα. Αυτό λέγεται υβριστική μετάλλαξη της ύπαρξης.
Κι εμείς τους ακούμε. Με ευπειθή οργή των τακτικών σχηματισμών. Τους ακούμε γιατί το ποίημα είναι εξόριστο από την πόλη. Δηλαδή εμείς είμαστε εξόριστοι από την πόλη. Η πόλη είναι άδεια. Μεταναστεύσαμε στα σπίτια μας. Και "οι σάλπιγγες αναγγέλλουν κρεμάλες, / κι ασήμαντα ανθρωπάκια εξαγγέλλουν / όσα δεν θα μπορέσουν να κάνουν ποτέ".
Ο δρόμος είναι ελεύθερος. Σχεδόν. Γιατί ακούγεται και "μια μακρινή μουσική μέσα από τζάμια σπασμένα" που λέει ο Μπουκόφσκι.

(άρθρο του 
Καναβούρης Κ.
Ημερομηνία δημοσίευσης: 21/02/2010)