...Ξύπνησε, μα είναι βαρειά τα βλέφαρα. Τα μάτια του δεν λεν ν'ανοίξουν. Δε μπορεί να μην το δεί και να μή το νοιώσει.Εγινε αλλοιώτικος ο Ευγένης .Πέντε μήνες χωρίς δουλειά κατάφεραν και του άλλαξαν ολότελα το χαρακτήρα.Θυμήσου τί καλά ήταν προτύτερτα. Ξύπναγε γύρω στις εφτά. Με σβελτάδα πεταγόταν πάνω. Πλυνόταν ,χτενιζόταν,ετοίμαζε το ζεστό του στο καμινέτο και κάνοντας τον σταυρό του ξεκίναγε για το μεγάλο κατάστημα στην Αιόλου.
Εμποροϋπάλληλος.Δε μπορείς να την πεις άσχημη δουλειά.Ερχονται οι πελάτες όλος καλός κόσμος και σου μιλάνε και τους μιλάς με τα > και με το > .Συνέχεια τους χαμογελάς, τους βομβαρδίζεις με τα εμπορικά σου λόγια και τους καταφέρνεις να πάρουν το πουκάμισο σε ταιριαστό χρώμα με το κουστούμι τους τελευταία λέξη της μόδας, γερό μαλακό,να μή τσαλακώνει, να μη ξεβάφει, ν'αναπαυει πάνω του το μάτι....Ο πελάτης φεύγει υποχρεωμένος σου λεει με γεμάτο το στόμα ευχαριστώ που τον εξυπηρέτησες κι αφήνει στη θέση του τον άλλο ,που κι αυτόν θα πρέπει να τον πείσεις και να τον ικανοποιήσεις.
Σαν φθάσει το βράδυ, όσο κι αν σε κούρασε η ορθοστασία, έχεις ένα αέρα στο φέρσιμο και μπορείς να κοιτάς με καύχησι στα μάτια τον καταστηματάρχη.Για κοίτα τί εισπράξεις έχει σήμερα το τμήμα μου.!! Και ξέρεις το πρόσεξες ? δεν άφησα κανένα να μου ξεφύγει. Πάλαιψα μ΄όλα τα γούστα και τις ιδιοτροπίες και νίκησα.Ασ μην ήταν και πολύ εντάξει το μαγαζί ,ας έλειπαν ποιότητες και χρώματα ,εγώ νίκησα .Ετσι λές την καληνύχτα στους συναδέλφους και στάφεντικό και ξεκινάς ικανοποιημένος. Κάνεις την βόλτα σου ως το Σύνταγμα και βλέπεις τον κόσμο,τον καλό κόσμο της Αθήνας, περνάς πλάι του ολόθρος ,όμοιός του κομψός καλοντυμένος κι ούτε περνάει από το νου κανενός ότι κρατάς από χωριό κι ότι παιδί έσκαβες χωράφια ...
Σε παιρνούν για επιχειρηματία ή και επιστήμονα. Δεν είναι λίγο αυτό ε? ..Το μάτι σου ύστερα χορταίνει από τούτα τα φώτα που κάνουν εξωτικό το τόπο! Φώτα πράσινα, πορτοκαλιά, ρόζ γαλάζια κόκκινα. Με άνεση μπαίνεις και σένα κέντρο να πιεις μίαν αφρισμένη που κάκει "καλό".Καταλαβαίνεις? αυτό θα πέι πολιτεία!!
Σε παιρνούν για επιχειρηματία ή και επιστήμονα. Δεν είναι λίγο αυτό ε? ..Το μάτι σου ύστερα χορταίνει από τούτα τα φώτα που κάνουν εξωτικό το τόπο! Φώτα πράσινα, πορτοκαλιά, ρόζ γαλάζια κόκκινα. Με άνεση μπαίνεις και σένα κέντρο να πιεις μίαν αφρισμένη που κάκει "καλό".Καταλαβαίνεις? αυτό θα πέι πολιτεία!!
Τρίβει κάμποση ώρα τα μάτια. Τα ανοίγει. Κυττάει το μικρό ξυπνητήρι πανω στο τραπεζακι.Οκτω και μισή.Τινάζεται.Σήμερα πρέπει να πάει να πάρει το δώρο του από το ταμείο ανεργίας.Ετοιμάζεται γρήγορα. Πρίν ξεκινήσει πίχνει μια ματία γύρω του...Στο κρεβάτι σεντόνια , νυχτικά, κουβέρτες, μαξιλάρι, κουβαριασμένα διπλωμένα ,τον θωράνε ειρωνικά.Στο τραπέζι, 2 παλιοεφημερίδες μόλις αφήνουν να φαίνεται το καμινετο που 'χει γύρει κι από μέρες παραπονιέται οτι δεν έχει οινόπνευμα.Στη μοναδική καρέκλα ,από τη μεριά κρέμεται το παλιό παντελόνι π'αγγίζει τ'ασκούπιστα πλακάκια απ'την άλλη στραπατσαρισμένο το σακκάκι.Στη γωνιά πεταμένα τ'άπλυτα δυο εβδομάδων.
ΑΪ. και νάταν κάπου κρυμμένη να βλεπε όλα τούτα η κυρά -Νίκη,η μάννα του.!!..Κατεβαίνει πηδηχτά τη στενή σιδερένια σκάλα.Ούτε θυμήθηκε να χαιρετήσει τη μισοσκότεινη σοφίτα του...Κάπου εκεί κοντά στο Πολυτεχνείο λεει πρέπει να βρεθεί...
Εφθασε λαχανιασμένος.Αλλοίμονό του ,τί κόσμος είναι αυτός !!!Χιλιάδες , μυρμήγκια.Ακούει κάποιον μπροστά του να υποστηρίζει πως αν τελειώσουν ως τις τρείς πρέπει να ναι ευχαριστημένοι.!! Ως τις τρείς?? Κι είναι και νηστηκός ειναι κ στεναχωρημένος .Ως τις τρείς...!!!
... Περιμένει.Δε μένει τελευταίος.Πίσω του φθάνουν κι άλλοι.Κι άλλοι.Κουράζεται να κοιτάει πρόσωπα αχνά.Είναι γέροι ,ειναι παιδιά, είναι γυναίκες.όλος αυτός ο λαός άνεργοι,είναι πεινασμένοι. Όλοι περιμένουν ξεροκάμματο ,για να κάνουν Πάσχα. Σφίγγει τα δόντια του και δε μιλάει.Καταπίνει την πίκρα του ο ΕΥΓΕΝΗς.Ενας πλάϊ του κόβει στη μέση ένα τσιγάρο και ζητάει φωτιά ν'ανάψει.Ο νεαρούτσικος μπροστά του ίδρωσε ..ειναι κι αυτός ο ήλιος ..της Άνοιξης ..τί σχημα οξύμορο ..θα πρεπε να ειναι χαρουμενος που ηρθε η Άνοιξη ..αλλα...
--Καλά να πάθω μουρμουρίζει μια κοπέλα πίσω του.Τί ήθελα εγώ ν'αφήσω το χωριό μου που χα του Θεού τα καλά? Μάρεσε η Αθηνα, καλά να παθαίνω. Γύρισε και κοίταξε τη νέα . Ήταν ενα κοριτσάκι χλωμό με ξάσπρουλα χείλη, με βαθουλωμένα ματια.Τ'είχε και μίλησε πάλι ??...Παει σφηνώθηκε για τα καλά ο λόγος της στο μυαλό του.""Καλά να τα παθαίνω.."" Στέκει μαζεμένος με τα χέρια στις τσέπες του σακακιού ..γιατί κανει κρυο ...ξαφνικά.Μακάρι να μπορούσε να κλείσει τ'αυτιά.Δε θέλει να βλέπει , δε θέλει να ακούσει ο Ευγένης. Θέλει να φύγει μακρυά από τούτη την ανθρωποθαλασσιά που βουρή τον κυκλώνει.Θέλει...Μα να, τον αρπαζουνε της μνήνης τα φτερά.
--Καλά να τα παθαίνω...Τί ηθελα εγώ να αφήσω το χωριό μου??
Τ ο χωριό μου...Ο Ευγένης γεννήθηκε Ο Ευγένης μεγάλγωσε σε χωριό ,στο χωριό του. Α, το χωριό του!!!!! ....Φτωχό ,ξενητεμένο παιδί ,προγόνι της Αθηνας....Μιλάει η φαντασία του, κοίτα φθάσαμε.Το βλέπεις? Το γνωρίζεις? Είναι το σπίτι σου. Εδώ που έπειζες παιδάκι.!! ...Να η μυγδαλιά η συκιά, η κερασιά.Να το βουνό σου με τις ελιές. Τα βλέπεις??...Εδώ ναι αμετακίνητη, σεβαστή πάντα, η "στενόμακρη σταχτόμαυρη εκκλησία" κληρονομιά των ανθρώπων του εικοσιένα.Πιό δώθε το σπίτι ψηλό του παπα-Βαγγέλη. Με τον παπα είχες φιλίες Ευγένη .Το θυμάσαι? Μικρό-μικρό σ'έμπασε στα άγια των Αγίων. Σ'έντυνε παπαδάκι, σ'εβαζε να διαβάζεις το ψαλτήρι να κόβεις τάντίδωρο, να ετοιμάζεις θυμιατό....Αργότερα σέστειλε στο ψαλτικό να βοηθάς τον Στέφο τον ψάλτη. Και το Πάσχα....Κάθε χρόνο το Πάσχα πηγαίνατε και ανοίγατε μαζί σύ κι ο παπάς την εκκλησιά σας. Όχι λάθος πάντα σας περίμενε στην πόρτα κι η θεία Γιανναινα, που άναβε τα καντήλια..Επειτα η γλυκεια μεταλλική φωνή του Ευγένη θα γέμιζε τον ιερό Ναό."Επεσκέψατο το υμμάς εξ'ύψους ο Σωτήρ ημών.." "Τη Υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια..." Τί όμορφα ,τί αξέχαστα ψάλματα!!!
Η ώρα του Ευγενη όμως ήταν εκείνη ,που γλυκοκέλαδο πουλί θα τραγουδούσε τον Απόστολο. Ηταν μικρός ο Απόστολος και τον ήξερε απ'εξω ο Ευγένης.Κοινονουσαν όλοι στην οικογενεια Μέγα Σαββατο..Χριστος Ανέστη!! . Τι καλοί ευτυχισμένοι χαρουμενοι καιροί!!Τ κάθε τι στο χωριό σου Ευγένη ήταν σημάδι ψυχικής απλότητας και χαράς.
Κι όμως τ'αρνήθηκε το χωριό του ο Ευγένης. Γιατί? Στην αρχή όταν με τους ρευματισμούς του ο πατέρας τον σταμάτησε απο το Γυμνάσιο δυσκολεύτηκε. Ξέρει τί θα πει άμαθο παιδί να βγεί στο κάμπο να πιάσει στα χέρια τ'αλέτρι και το τσαπί.!! Ετρεχε ο ιδρωτας .πιάνοντας το κορμί, έπεφτε στο κρεβάτι με την ιδέα πως θα χε τη δύναμη να ξανασηκωθεί.Όμως την άλλη μέρα ξανά θα γευόταν το μόχθο της αγροτικής ζωής.Αυτό στην αρχή.Γιατί έπειτα συνήθισε.Γρήγορα τον αναγνώρισαν τα χωράφια, τον αγάπησαν τα σπαρτά, έγιναν φίλοι του τα δέντρα κι όλα τους πρόθυμα κι ακουραστα δούλευαν γι'αυτόν και του έδιναν πλούσιο καρπό. Τα θυμάσαι όλα αυτά Ευγένη?? Όλα πήγαιναν καλά.Παντρέψε μικρή-μικρή την αδελφή του κι έμεινε δική του η καλή τους περιουσία. Δικό του το χαμηλό μα ευρύχωρο και περιποιημένο σπίτι, δικιά του η αποθήκη με τα κρασιά ,το λάδι, το γέννημα. Δικά του τα ποτιστικά χωράφια και το περιβόλι πλάι στον μυλαυλακο!!Όλα δικά του. Όμως τον γελασαν τα δυο χωριανάκια που ανέβηκαν στην Αθήνα.Ερχονταν καλοντυμένα τα καλοκαιρια , άσπρα-ασπρα με μαλακά χέρια με τρόπους..πολιτισμένους!! Κοίτα σκεφτόνταν τί κατάφεραν τουτοι.Κοίτα κι ήσαν φτωχότεροι του, και δεν ήξεραν και τα δικά του γράμματα....Κοίτα...Τον πλευρισαν εκείνο το καιρό οι φίλοι.
Ευγένη με τ'όσα γράμματα, με τόση περιουσία, να χώνεσαι στη λάσπη, να σε ψήνει ο ήλιος, να σε δέρνουν οι αγέρηδες, να σε μουσκεύει η βροχή...ΚαΗμένε Ευγένιε έλα μαζί μας στην όμορφη Αθήνα....Πούλησέτα κι έλα να γίνεις άνθρωπος έλα....
Τον έπεισαν οι φίλοι. Όμως δε βιάστηκε .Θα πήγαινε με σχέδιο.Άφησε να γυρίσω πρώτα από το στρατό σκεφτόταν και θα τα κονονίσω μια χαρά.Και τα κανόνισε. Όταν πήρε το απολύτηριο του στρατού ούτε γύρισε να δεί τους γονιούς του στο χωριό. Αμέσως έπιασε δουλειά στο εμπορικό του συγχωριανού του.Ήταν ενθουσιασμένος απο την καινούργια του ζωή.έτρωγε καλά.Ντυνόταν καλά.Έκανε την Κυριακή όμορφες εκδρομούλες.Τώρα θα πεις δεν έλειψαν και οι δυσκολίες...Τ'αφεντικά του χωριού τον ήθελαν δούλο...Τ'οχτάωρο της δουλειάς κατάφεραν να του κάνουν 12ωρο .Και καθε φορά του πέταγαν ότι ήταν και ο ευεργετες του...!!!! Τού δωσαν λέει δουλειά στο μαγαζί τους ενώ δεν είχε ιδέα από εμπόριο τον απάλλαξαν απο την αξίνα.Δεν του άρεσαν καθόλου αυτά.Εκανε όμως υπομονή σχεδόν 2 χρόνια Όταν έμαθε καλά τη δουλειά τραβηξε γι άλλο μαγαζί. Εμεινε δω να ζει ξένοιαστα άλλα δυο χρόνια. Μα μια μέρα πήραν κάποιον δικότους τα νέα αφεντικά και τον απέλυσαν ...!!Ευτχώς για ένα εξαμηνο ακουμπούσε στο ταμείο ανεργίας αν και με είκοσι δραχμές την ημερα δε ζείς.Θέλεις, βλέπεις , νοίκι , φαϊ ...έφαγε τον τόπο να βρει δουλειά μα τίποτε .Χτύπησε του κόσμου τις πόρτες. Μα μόνο υποσχέσεις είσπραττε ,πολλές υποσχέσεις. Ετσι κοντεύει να συμπληρωθεί σωστός χρόνος ανεργίας. Σε αυτό το διάστημα καταπιάστηκε με κάτι ψευτοδουλίτσες ,πήγαινε και εργάτης όπου τύχαινε. Και τώρα στερνή του ελπίδα τούτο το δώρο. Η ψυχλη του αγανακτεί.Τί θια κάμει έπειτα? Τ αβάζει με τους γέρους του. Τους έκαμε χρυσούς να τα πουλήσουν στο χωριό να ρθουν να μείνουν μαζί του ν'ανοίξουν μαγαζί να κάνει σπίτι. Μα εκείνοι είναι πεισματάρηδες .Πού να υποχωρήσουν.
Τον έπεισαν οι φίλοι. Όμως δε βιάστηκε .Θα πήγαινε με σχέδιο.Άφησε να γυρίσω πρώτα από το στρατό σκεφτόταν και θα τα κονονίσω μια χαρά.Και τα κανόνισε. Όταν πήρε το απολύτηριο του στρατού ούτε γύρισε να δεί τους γονιούς του στο χωριό. Αμέσως έπιασε δουλειά στο εμπορικό του συγχωριανού του.Ήταν ενθουσιασμένος απο την καινούργια του ζωή.έτρωγε καλά.Ντυνόταν καλά.Έκανε την Κυριακή όμορφες εκδρομούλες.Τώρα θα πεις δεν έλειψαν και οι δυσκολίες...Τ'αφεντικά του χωριού τον ήθελαν δούλο...Τ'οχτάωρο της δουλειάς κατάφεραν να του κάνουν 12ωρο .Και καθε φορά του πέταγαν ότι ήταν και ο ευεργετες του...!!!! Τού δωσαν λέει δουλειά στο μαγαζί τους ενώ δεν είχε ιδέα από εμπόριο τον απάλλαξαν απο την αξίνα.Δεν του άρεσαν καθόλου αυτά.Εκανε όμως υπομονή σχεδόν 2 χρόνια Όταν έμαθε καλά τη δουλειά τραβηξε γι άλλο μαγαζί. Εμεινε δω να ζει ξένοιαστα άλλα δυο χρόνια. Μα μια μέρα πήραν κάποιον δικότους τα νέα αφεντικά και τον απέλυσαν ...!!Ευτχώς για ένα εξαμηνο ακουμπούσε στο ταμείο ανεργίας αν και με είκοσι δραχμές την ημερα δε ζείς.Θέλεις, βλέπεις , νοίκι , φαϊ ...έφαγε τον τόπο να βρει δουλειά μα τίποτε .Χτύπησε του κόσμου τις πόρτες. Μα μόνο υποσχέσεις είσπραττε ,πολλές υποσχέσεις. Ετσι κοντεύει να συμπληρωθεί σωστός χρόνος ανεργίας. Σε αυτό το διάστημα καταπιάστηκε με κάτι ψευτοδουλίτσες ,πήγαινε και εργάτης όπου τύχαινε. Και τώρα στερνή του ελπίδα τούτο το δώρο. Η ψυχλη του αγανακτεί.Τί θια κάμει έπειτα? Τ αβάζει με τους γέρους του. Τους έκαμε χρυσούς να τα πουλήσουν στο χωριό να ρθουν να μείνουν μαζί του ν'ανοίξουν μαγαζί να κάνει σπίτι. Μα εκείνοι είναι πεισματάρηδες .Πού να υποχωρήσουν.
!!! Πατέρας και μάνα τα ίδια γράφουν. "" Ευγένη μας βασανίζεις παιδί μου Δεν το χωράει ο νους μας από αφεντικό , που ήσουνα να γίνεις υπηρέτης. Το έχουμε μεγάλη ντροπή να γυρίζεις τελευταία χωρίς δουλειά ξενος κι έρμος σε ξένο τόπο Ελα στα συγκαλά σου Ευγένιε και γύρισε στο σπιτάκι σου .Ελα στους γονιούς σου παιδάκι μου, κοντα. Γιατί μη φανταστείς ποτέ, πως εμείς θα πουλήσουμε μιας σπιθαμής γης .Βγάλετο αυτό από το μυαλό σου. Σαν πεθάνουμε..."""
(Μ.Φ.)
καλό Πάσχα!!